αθάρα

αθάρα
ἀθάρα, η
μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’ αυτό. Το απλό αυτό και βασικά νηστήσιμο φαγητό, κυρίως τών μοναχών, είναι γνωστό επίσης τόσο στα μεσαιωνικά χρόνια ως ἀθάρα (βλ. Μιχαήλ Γλυκά Στίχοι, 264
Προδρομικά, έκδ. Hess. -Pernot, ΙΙ. 42α), αλλά και ως «ἀλευρέα» (βλ. Λεξικό Ζωναρά, όπου ερμηνεύεται ως «ἄλευρον ἐψημένον», και Du Cange, όπου αναφέρεται ως κατεξοχήν παιδική τροφή «εἶδος πολταρίου παιδίοις, ὅ λέγουσιν ἀλευρέαν»), όσο και στα νεώτερα χρόνια ως αλευριά, αλλα και ως κουρκούτι. Θεωρείται συνώνυμο τής γρούτας ή γρούτης (αρχ. ελλ. γρύτη, λατ. grutum), όπως λέγεται η αθάρα σε διαλεκτικές περιοχές (Πόντος, Κύπρος κ.λπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀθάρα — ἀθάρᾱ , ἀθάρη gruel fem nom/voc/acc dual ἀθάρᾱ , ἀθάρη gruel fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθάρᾳ — ἀθάραι , ἀθάρη gruel fem nom/voc pl ἀθάρᾱͅ , ἀθάρη gruel fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθάρας — ἀθάρᾱς , ἀθάρη gruel fem acc pl ἀθάρᾱς , ἀθάρη gruel fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθάραν — ἀθάρᾱν , ἀθάρη gruel fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ATHERA — Aegyptiorum Monachorum pulmentum fuit, descriptum Cassiano Collat. 15. c. 10. Hesychio ἀθήρα seu ἀθάρα, edulium est ex tritico et lacte confectum Aegyptiis. Plin. l. 22. c. 25. et Dioscorides l. 2. c. 114. medicamentum fuisse dicunt, pulticulam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αθήρα — ἀθήρα και ἀθήρη, η (Μ) η αθάρα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”